- σφραγιδοφυλάκιον
- σφρᾱγῑδο-φῠλάκιον [ᾰκ], τό,A ring- or jewel-box, Harp., Phot. s.v. πυελίδα: so also [suff] σφρᾱγῑδο-φύλαξ, ᾰκος, ὁ, AB295, Hsch. and Phot. s.v. πυελίς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφραγιδοφυλάκιον — ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιδοφυλάκιον — τὸ, Α 1. θήκη κατάλληλη για τη φύλαξη δαχτυλιδιών και, γενικά, κοσμημάτων 2. πυελίδα, σφενδόνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, ίδος + φυλάκιον] … Dictionary of Greek